Morphologia Graeca. 2013.
εἰληδά — by twisting indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειληδόν — (I) εἰληδόν και εἰληδά (Α) επίρρ. «κατ ίλας», αθρόα, ομαδικά. (II) εἰληδόν (Α) επίρρ. περίπλοκα … Dictionary of Greek